Εισαγωγή
Εικόνες
Άρθρα / Δημοσιεύσεις
Διασυνδέσεις
Βιβλιογραφία
Λεξιλόγιο
Βασικό λεξιλόγιο άμεσα σχετιζόμενο με τη διάβρωση
Ελληνικά |
Engish |
Deutsch |
απότριψη |
abrasion |
Abrieben |
αποφλοίωση |
spalling |
Abplatzung |
διάβρωση |
corrosion |
Korrosion |
ενανθράκωση |
carbonation |
Karbonatisierung |
σκουριά |
rust |
Rost |
τσιμέντο |
cement |
Zement |
υγρασία |
humidity |
Feuchtigkeit |
φθορά |
damage |
Schädigung |
χλωριόντα |
chlorides |
Chloriden |